Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Αθήνα: Ένας σύγχρονος υπερήρωας.

Όταν παρακολουθώ, συνήθως στη τηλεόραση, στο σινεμά βαριέμαι, ιστορίες με υπεράνθρωπους, ή γελάω ή ταυτίζομαι. Δηλαδή και ποιος δε θα ζήλευε ας πούμε τον Σπάϊντερμαν που εδώ και τρεις βδομάδες βλέπουμε στην οθόνη μας, που με έναν ιστό μπορεί και κρεμιέται σε τεράστια κτίρια της Νέας Υόρκης, χωρίς να τον νοιάζει αν θα γκρεμοτσακιστεί, γιατί πολυ απλά δε θα του συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο. Στους υπερήρωες, δε συμβαίνει ποτέ κάτι τόσο κακό. Μπορεί να πολεμούν όλα αυτά τα τέρατα όλη την ώρα, αλλά να πάει κάτι λάθος με τη στολή τους ή με τις δυνάμεις τους, όχι. Αυτό δε συμβαίνει ποτέ. 

Εγώ πάντως σε όλη μου τη ζωή ήθελα να είμαι καρτούν. Όχι τίποτα ιδιαίτερο δηλαδή, με σκοτεινές δυνάμεις και τέτοια. Κάτι αστείο και χαζούλη, όπως ο Ντόναλντ Ντακ ας πούμε, που να μπορεί να τρώει οτι οτι θέλει και να παραμένει στα ίδια κιλά. Και ενώ όλη τη μέρα φοράει ένα απλό μπλουζάκι και από κάτω φαίνεται ολοκάθαρα το σώμα του, όταν θα πηγαίνει για ύπνο, να φοράει τη πυτζάμα του με τις καρδούλες και μια ρόμπα και αφού δει λίγη τηλεόραση, να πηγαίνει στο κρεβάτι του για ύπνο. Όμορφο, αγνό, πράο.
Δεν αντιλέγω, δεν έχω εξάλλου κανένα λόγο να κάνω κάτι τέτοιο. Θαυμάζω τους υπερήρωες. Βρίσκω ας πούμε τον Σούπερμαν αρκετά ελκυστικό και ο Μπατμαν καλός είναι. Οι πιο πρόσφατοι, δηλαδή X-Men και λοιποί, επίσης είναι ενδιαφέροντες. Όπως και τα βαμπίρ. Ακόμα βλέπω τις νύχτες στον ύπνο μου τον Έντουαρντ, αλλά τα κόμιξ κερδίζουν πάντοτε στη ψυχή μου με διαφορά!

Είναι αστεία και μπαίνουν μέσα σε λαγούμια. Στήνουν ολόκληρες παγίδες ανά μεταξύ τους και το χειρότερο που μπορούν να πάθουν είναι να τους έρθει ένα τούβλο κατακέφαλα ή να τους λιώσει ένα τρένο ή να πέσουν από γκρεμό. Γρήγορα όμως το ξεχνάνε, γίνονται καλά και κάνουν πλάκα.

Ο κόσμος μας όλος φαίνεται να βγήκε από κόμιξ. Πάντοτε κάποιος στην κορυφή να κάνει κουμάντο, όπως ο Σκρουτζ. Στριφνός και μίζερος, να μη δίνει ούτε του αγγέλου του νερό, με μυαλό δεν αντιλέγω και γνώσεις, όχι όμως και τόσο έξυπνος για να τον αγαπήσει ο κόσμος και να τον κάνει φίλο του. Ο κακός στην ιστορία των κόμιξ, με τη διαφορά όμως πως αυτός, δε μπορεί να κάνει τόσο μεγάλο κακό στον κόσμο, όσο οι δικοί μας εξουσιαστές. Πολλοί Σκρουτζ ανάμεσά μας, δυστυχώς. Γέμισε ο κόσμος όλος από ανθρώπους με λειψά συναισθήματα. Καλώς ή κακώς δεν αρκεί ένας μόνος υπερήρωας για να βάλει το χεράκι του. Χρειαζόμαστε και εμείς να γίνουμε κουβάρι σε αυτή την ιστορία. Εξάλλου, όταν κάτι σε αφορά τόσο όσο να σε πνίγει το δίκιο, δεν πρέπει να πάρεις θέση;Ας σταματήσει πια αυτή η πιπίλα φταίει ο ένας και ο άλλος. Φταίνε. Από εκεί ξεκινάει το κακό, αλλά δεν πρέπει να σηκωθούμε από το πάτωμα και να ζητήσουμε τα ρέστα από εκείνον που μας έριξε το τούβλο στο κεφάλι;
Πάντως όσο το σκέφτομαι, θα ήταν όλα πιο εύκολα αν φτιάχναμε ένα περιβάλλον που να έχει λίγη από τη λάμψη της Ντίσνειλαντ. Και μη γελάσει κανείς, πως είναι τάχα ακατόρθωτο. Ο άνθρωπος δεν έφτιαξε τη Ντίσνειλαντ;΄Αρα; Αφού ξέρει τα μυστικά της, από τα υλικά για την κατασκευή της, μέχρι και πόση χαρά μπορεί να προκαλέσει το κάθε παιχνίδι εκεί μέσα, τότε δικαιούται να κλέψει αρκετή από τη λάμψη της. Και τώρα που το σκέφτομαι ακόμα καλύτερα, δε θα είναι κλεψιά, θα είναι δανεικές ιδέες που θα ομορφύνουν και άλλα μέρη, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Στην ουσία, ο άνθρωπος έχει πνευματικά δικαιώματα που του ανήκουν όσον αφορά τον κόσμο της Ντίσνειλαντ. Γιατί λοιπόν να μη τα μοιράσει και παρά πέρα;

Στη χώρα μας, παρατηρώ, πως ξεχάσαμε να είμαστε παιδιά. Ακόμη και τα παιδιά μεγαλώνουν ως μεγάλοι. Τα βάζουμε να καθίσουν στο τραπέζι σαν κύριοι, τους μαθαίνουμε να πιάνουνε καλά το μαχαίρι και το πηρούνι και ύστερα, σχεδόν τα αναγκάζουμε να ζήσουν την ωρίμανση σε μία συζήτηση του μισάωρου, αρκετή για να ξεβάψουν τα ροζ χρώματα που έχουν στη ψυχούλα τους. "Τον πλήρωσες το λογαριασμό της ΔΕΗ;"; Η απάντηση: "Να πάνε να...". Η απάντηση κόβεται από την πανικόβλητη μάνα, που θυμάται πως έχει παιδί στο τραπέζι. Ο πατέρας δεν απαντά ποτε, αλλάζει θέμα συζήτησης, που πάνω κάτω είναι το ίδιο με το προηγούμενο και στο τέλος έχει πάντα το ίδιο αποτέλεσμα. Σύγχυση και στεναχώρια ίσον ένα γερό ποτήρι μιζέριας. Καλώς ήρθες και πάλι Σκρουτζ στο τραπέζι μας. Μόνο εσένα χώρεσε το αεροπλάνο από τη Ντίσνευλαντ; Καλύτερα να γυρίσεις πίσω τότε, ευχαριστούμε. Το παιδί σουφρώνει τα χίλια, κανείς δε ρωτάει τι σκέφτεται, η μαμά το βάζει για ύπνο, εκείνο κλαιει. Δε νυστάζει. Θέλει λίγο να παίξει με τα παιχνίδια του. Η μαμά νομίζει πως βγάζει καινούργιο δόντι και του δίνει να πιει χαμομηλάκι. Το παιδί θέλει να κάνει εμετό. ΦΤΑΝΕΙ! Η λύση για όλα δεν είναι το φαί, σχεδόν μουρμουράει στη δική του γλώσσα το μωρό και η μάνα σκέφτεται, φάε παιδί μου όσο έχουμε ακόμα φαί. Ποιος έχει περισσότερο δίκιο; Ποιος υποχωρεί;

Μα που πήγε η Ντίσνευλαντ; Γιατί δε βλέπουμε πουθενά την Ποκαχόντας; Τον άσπρο κούνελο από τη χώρα των θαυμάτων; Την ωραία κοιμωμένη; Κανένα παιδί δε ζήτησε να μεγαλώσει, όλα χαίρονται να παίζουν το ένα με το άλλο στα πάρκα. Α, κατάλαβα. Μάλλον το παιχνίδι σταμάτησε από τότε που έπαψαν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο να υπάρχουν πάρκα. Αντικαταστάθηκαν με μπετά, με ναρκωτικά ή με Πακιστανούς. Τι κρίμα! Εμείς έχουμε τουλάχιστον κάτι να θυμόμαστε. Ένα φανελάκι, ενα παντελονάκι και έξω από την πόρτα με την μπάλα κάτω από τη μασχάλη, η μάνα μας σπίτι να μαγειρεύει, να μη βγαίνει ποτέ στο μπαλκόνι να μας ψάξει. Τώρα, πια μάνα τολμάει να αφήσει το παιδί της μονάχο του να παίξει; Το παιχνίδι αρχίζει και σταματάει στο προαύλιο του σχολείου μέχρι τις δύο το μεσημέρι. Μετά τέλος. Γίνεσαι και συμπεριφέρεσαι ως μεγάλος. Τρως, βλέπεις τηλεόραση, μιλάς για σοβαρά θέματα, διαβάζεις, ξανά τρως, κάνεις μπάνιο και κοιμάσαι. Αυτή τη ζωή που θα έχεις για πάντα την κέρδισες από τώρα. Συγχαρητήρια, οι γονείς σου, το περιβάλλον σου, όλοι, φρόντισαν για αυτό!

Στο δικό μου το πάρκο των παιδικών μου χρόνων, κάτω ακριβώς από το σπίτι μου, σβήσανε ακόμα και τα φώτα. Κυριολεκτικά. Κάποιες λάμπες που ξέμειναν, μοιάζουν σα να βγήκαν από ιστορίες μιας παλιάς Αγγλίας όπου ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης μοίραζε  δεξιά και αριστερά τις μαχαιριές του και τα φυτά καλύπτουνε περίφημα κάθε καρυδιάς καρύδι, που ανά πάσα στιγμή μπορούν να σου κάνουνε κακό. Δεν είναι της φαντασίας μου. Συνέβη πολλές φορές το τελευταίο καιρό. Δε συνέβη καμία φορά στα είκοσι οχτώ χρόνια που ζω. Οπότε, μάλλον κάτι θα πήγε στραβά το τελευταίο χρόνο. 

Ακούω και για άλλα πάρκα και για άλλες γειτονιές, κανείς δε νοιάζεται, ούτε καν ο ιδιος ο γείτονας. Και βλέπω. Βλέπω πολλά πάρκα να καταπίνονται από κατουρλιό, βρώμα, όπλα, βιασμούς, σκουπίδια... Κατάληψη κανονική δηλαδή. Έχετε περάσει ποτέ από την πλατεία Βικτωρίας; Τώρα τελευταία; Αυτή η πλατεία πια έχει αποκτήσει συμβολικό χαρακτήρα. Βικτώρια. Δηλαδή η προσωπική νίκη μεταναστών, να κιτρινίσουν μια ολόκληρη περιοχή. Αυτό και αν είναι νίκη. Αν φτάσετε ποτέ εκεί, κλείστε καλά τα παράθυρα και τις ασφάλειες. Είναι πολύ επικίνδυνα, λες και ήρθαν τα πάνω κάτω. Καμιά ομορφιά. Πουθενά ο Γκούφυ ή η Χιονάτη. Συγγνώμη, αλλά δε γεννήθηκα σε μια τέτοια πόλη και είμαι ακόμη μικρή. Όχι παιδί, αλλά μικρή. Ακόμα μεγαλώνω. Και εφόσον δε γεννήθηκα σε μία τέτοια πόλη, γιατί είμαι τόσο απελπιστικά υποχρεωμένη να ζω σε μία άλλη που δε ζήτησα ποτέ μου να γνωρίσω; Αθήνα, σε θαυμάζω, γιατί σε ξέρω καλά και σε αγαπάω. Έγινες και εσύ, ένας μεγάλος υπερήρωας.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου